- βλέπονται
- βλέπωseepres ind mp 3rd pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
βλέπω — (AM βλέπω) 1. διαθέτω την αίσθηση της όρασης 2. έχω την ικανότητα να βλέπω 3. στρέφω το βλέμμα, κοιτάζω 4. προσέχω με το βλέμμα 5. προσέχω, είμαι προσεκτικός μήπως.. 6. προσέχω ν αποφύγω κάτι 7. εξετάζω 8. θαυμάζω, κοιτάζω με θαυμασμό 9. κατανοώ … Dictionary of Greek
μάτι — Το αισθητήριο όργανο της όρασης, με το οποίο γίνεται αντιληπτό το φως, το σχήμα και το χρώμα των φωτιζόμενων αντικειμένων. Ο άνθρωπος φέρει δύο οφθαλμικούς βολβούς, οι οποίοι καταλαμβάνουν τις οφθαλμικές κόγχες. Έχουν χαρακτηριστικό σφαιροειδές… … Dictionary of Greek
Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 … Dictionary of Greek
βλέπομαι — βλέπομαι, ειδώθηκα, ιδωμένος βλ. πίν. 111 Σημειώσεις: βλέπομαι : εκτός από την έννοια → αξίζει να με δει κανείς (αυτό το έργο δε βλέπεται), έχει κυρίως αξία αλληλοπάθειας (μάτια που δε βλέπονται γρήγορα ξεχνιούνται) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
βλέπονθ' — βλέποντα , βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc pl βλέποντα , βλέπω see pres part act masc acc sg βλέποντι , βλέπω see pres part act masc/neut dat sg βλέποντι , βλέπω see pres ind act 3rd pl (doric) βλέποντε , βλέπω see pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλέποντ' — βλέποντα , βλέπω see pres part act neut nom/voc/acc pl βλέποντα , βλέπω see pres part act masc acc sg βλέποντι , βλέπω see pres part act masc/neut dat sg βλέποντι , βλέπω see pres ind act 3rd pl (doric) βλέποντε , βλέπω see pres part act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)